stir up



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stir up [sth],
stir [sth] up
vtr phrasal sep
figurative (provoke, incite)προκαλώ ρ μ
  υποδαυλίζω ρ μ
 The protest was a device to stir up public interest in the issue.
 Her bombastic speech was guaranteed to stir up raw emotions.
 Η διαδήλωση ήταν ένας τρόπος να προκαλέσει δημόσιο ενδιαφέρον για το θέμα. // Η στομφώδης ομιλία της ήταν εγγυημένο ότι θα προκαλούσε έντονα συναισθήματα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
stir up trouble v expr informal (provoke discontent or disagreement)προκαλώ προβλήματα περίφρ
  δημιουργώ εντάσεις περίφρ
 The motorcycle gang roared into town, determined to stir up trouble.
 Gossips must repeat rumors just to stir up trouble.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'stir up' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση stir up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «stir up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!